- οἰκοδομή
- ἡ οἰκοδομή 1. строительство, созидание; 2. богостроительство; ≃ назидание (ср. лат. aedificatio, нем. Erbauung)
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
οἰκοδομή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδομή — η (ΑΜ οικοδομή) [οικοδόμος (Ι)] 1. ανέγερση κτηρίου, οικοδόμηση, κτίσιμο («η οικοδομή θα αρχίσει σε έναν μήνα») 2. το υπό ανέγερση κτήριο 3. οικοδόμημα, κτήριο αρχ. μτφ. 1. η ενέργεια πράξεων που αποσκοπούν στην επίτευξη επωφελών αποτελεσμάτων… … Dictionary of Greek
οικοδομή — η 1. το σπίτι που κατασκευάζεται: Η οικοδομή βρίσκεται στην τοιχοποιία. 2. το τελειωμένο σπίτι, κτίριο, οικοδόμημα: Φόρος οικοδομών. – Παλιά οικοδομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκοδομῇ — οἰκοδομέω build a house pres subj mp 2nd sg οἰκοδομέω build a house pres ind mp 2nd sg οἰκοδομέω build a house pres subj act 3rd sg οἰκοδομῆι , οἰκοδομεύς masc dat sg (epic ionic) οἰκοδομή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομῆι — οἰκοδομῇ , οἰκοδομέω build a house pres subj mp 2nd sg οἰκοδομῇ , οἰκοδομέω build a house pres ind mp 2nd sg οἰκοδομῇ , οἰκοδομέω build a house pres subj act 3rd sg οἰκοδομεύς masc dat sg (epic ionic) οἰκοδομῇ , οἰκοδομή fem dat sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικία — Οικοδομή που χρησιμεύει για κατοικία. Βλ. λ. σπίτι. * * * η (ΑΜ οἰκία, Α ιων. τ. οἰκίη, κρητ. και λοκρικός τ. Fοικία) στεγασμένος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για τη διαμονή τής οικογένειας, εστία τής οικογενειακής ζωής, σπίτι («οἰκίας τε… … Dictionary of Greek
οἰκοδομαῖς — οἰκοδομή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομαί — οἰκοδομή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήν — οἰκοδομή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκή — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… … Dictionary of Greek
παλάτι — Το ανάκτορο του αυτοκράτορα Αυγούστου που βρισκόταν στον Παλατίνο λόφο. Η αρχική αυτή ερμηνεία του όρου διευρύνθηκε αργότερα και σήμαινε ανάκτορο, μέγαρο. Στα νεότερα χρόνια, με τον όρο παλάτι προσδιορίζεται το βασιλικό ανάκτορο. Τα αρχαιότερα… … Dictionary of Greek